- γελάση
- γέλασιςlaughingfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελάσῃ — γελάσηι , γέλασις laughing fem dat sg (epic) γελάω laugh aor subj mid 2nd sg γελάω laugh aor subj act 3rd sg γελάω laugh fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολπίδα — και ορπίδα, η (Μ ὀλπίδα) η ελπίδα («και την ολπίδαν τόχει νά βρη πουλλίν ακάτερχο κι άγνωστο να γελάση», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίδα (πρβλ. ερμηνεία: ορμήνεια)] … Dictionary of Greek